λαμπαδηδρόμος

λαμπαδηδρόμος
λαμπαδηδρόμος και λαμπαδοδρόμος, -ο (AM)
1. αυτός που τρέχει σε λαμπαδηδρομία
2. φρ. «λαμπαδηδρόμος ἀγών» — αγώνας με δαυλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, νυκτο-δρόμος. Το -η- τού τ. λαμπαδηδρόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδηδρόμος — ο 1. αυτός που συμμετέχει σε λαμπαδηδρομία. 2. ο αθλητής που μεταφέρει τη φλόγα από το χώρο της αρχαίας Ολυμπίας στην πόλη όπου γίνονται οι Ολυμπιακοί αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδοδρόμος — λαμπαδοδρόμος, ον (AM) βλ. λαμπαδηδρόμος …   Dictionary of Greek

  • Κακλαμανάκης, Νίκος — (1968 –). Ιστιοπλόος και Ολυμπιονίκης. Ξεκίνησε ως κολυμβητής το 1979 και την ίδια χρονιά είχε την πρώτη επαφή του με το windsurf. Ανήκει στον Ναυτικό Όμιλο Άνδρου και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αθλητές ιστιοσανίδας Mistral στον κόσμο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”