- λαμπαδηδρόμος
- λαμπαδηδρόμος και λαμπαδοδρόμος, -ο (AM)1. αυτός που τρέχει σε λαμπαδηδρομία2. φρ. «λαμπαδηδρόμος ἀγών» — αγώνας με δαυλούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, νυκτο-δρόμος. Το -η- τού τ. λαμπαδηδρόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.